- καθάπαξ
- καθάπαξ (AM)επίρρ.1. μια για πάντα («καθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.)2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ.)5. πάπ. κάθε φορά, εκάστοτε6. φρ. «οὐδὲ καθάπαξ» — ούτε μία φορά (Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἅπαξ «μια φορά»].
Dictionary of Greek. 2013.